Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάνω) έκκληση

См. также в других словарях:

  • επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • κατακαλώ — κατακαλῶ, έω (Α) 1. προσκαλώ 2. ανακαλώ 3. κάνω έκκληση 4. παθ. κατακαλοῡμαι, έομαι επικαλούμαι τους θεούς …   Dictionary of Greek

  • επικαλούμαι — επικαλέστηκα, επικαλεσμένος, μτβ. 1. επονομάζομαι: Νικόλαος Πλαστήρας, ο επικαλούμενος Μαύρος Καβαλάρης. 2. κάνω έκκληση, προσκαλώ κάποιον σε βοήθειά μου: Επικαλούμαι το Χριστό. 3. προβάλλω κάτι για όφελός μου, καταφεύγω σε κάτι για υπεράσπισή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεκκαλούμαι — ( έομαι) κάνω έντονη έκκληση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»